«Τι είναι η ληστεία μιας τράπεζας σε σύγκριση με την ίδρυση μιας τράπεζας;» αναρωτιέται το μακρινό 1928 ο Γερμανός Μπέρτολτ Μπρεχτ στην Όπερα της Πεντάρας. Έχουν περάσει πάνω από ογδόντα χρόνια από τότε, κι όμως το ερώτημα παραμένει επίκαιρο, καθώς η νομική και κυρίως η ηθική αντιμετώπιση αυτών των δύο εντελώς ανισοβαρών παραδειγμάτων ακραίου πλουτισμού δεν μεταβλήθηκε στο ελάχιστο.
Η συστηματοποιημένη αρπαγή δεν πρέπει και δεν μπορεί να σχετίζεται με οποιαδήποτε μεμονωμένη αντιστοίχισή της, όριζε τότε ο Κανόνας, αυτά λίγο πολύ ορίζει και τώρα.
Αν μάλιστα λάβει κανείς υπόψη του κάποιες σύγχρονες φωνές αμφισβήτησης, η ισχύς του ιδίου Κανόνα διαχέεται πολύ πέραν κάποιων ατομικών αιτημάτων περί ευδαιμονίας και εισέρχεται στο σύμπαν των ιδεών και των αντιλήψεων.
Στοχαστές όπως ο Slavoj Žižek, αντιμέτωποι με ανάλογα παραδείγματα, δεν διστάζουν να γενικεύσουν και να μιλήσουν για απροκάλυπτο κυνισμό. Μια άκομψη επίδειξη ισχύος της κυρίαρχης κουλτούρας που, απαλλαγμένη από οποιαδήποτε κριτική, δεν έχει καν την απαίτηση να την παίρνουν στα σοβαρά, αρκεί να την υπηρετούν. Σ’ αυτό το μετά-μεταμοντέρνο πλαίσιο όπου όλα μπορούν να ειπωθούν και όλα μπορούν να ειδωθούν, η Αλήθεια φαντάζει κάτι τόσο φασματικό που όποιος την επικαλείται είναι είτε γραφικός, είτε δυσάρεστος, σε κάθε περίπτωση ελάχιστα ελκυστικός και άρα αδύναμος.
Καθόλου συμπτωματικά, η σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα μοιάζει να έχει διαμορφωθεί από την αρχή μέχρι το τέλος στα ρευστά όρια αυτού του μετά-μεταμοντέρνου πλαισίου. Ως εκ τούτου, όπως σχεδόν οπουδήποτε ισχύουν ανάλογες συνθήκες έτσι και εδώ, σημασία δεν έχει τόσο αυτό που λέγεται αλλά από ποιον λέγεται. Το μόνο που υπερβαίνει σε βαρύτητα το προηγούμενο είναι ασφαλώς η ανάγκη να παραμείνει ο επίσημος λόγος «ανόθευτος» από κριτικές θέσεις που αιτούνται πραγματικές δομικές αλλαγές. Και ενώ, θεωρητικά τουλάχιστον, ο έλεγχος των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης και των υπολοίπων διαύλων διασποράς της επίσημης ρητορικής παρήγαγε μια ομογενοποιημένη πολυφωνία, ικανή να «πνίξει» μέσα στην τερατώδη ροή της κάθε τι αρθρωμένο προς μια κατεύθυνση όπου οι Θεσμοί θα ήταν δυνατό να αποκτήσουν πραγματικό νόημα, τα πράγματα ήρθαν έτσι που να μην μπορούν να κρυφτούν οι αδυναμίες του μοντέλου.
Μια σειρά από επώδυνα αδιέξοδα με χαρακτηριστικότερο αυτό της κοινωνικής αναταραχής όπως εκφράστηκε τον Δεκέμβριο του 2008 και κατόπιν η πρόσφατη ομολογία της οικονομικής κατάρρευσης κατέδειξαν με τον πιο προφανή τρόπο ότι το πολιτικό και οικονομικό σύστημα μόνο δεδομένη δεν πρέπει να θεωρεί τη συναίνεση σημαντικών πληθυσμιακών ομάδων όταν προσπαθεί να φανεί καθησυχαστικό προφασιζόμενο ότι οι διαρκώς διογκούμενες ανισότητες και οι κάθε είδους δυσλειτουργίες του είναι δυνατόν να διορθωθούν μέσω των θεσμών μιας συνταγματικής δημοκρατίας που δεινοπαθεί κάτω από τον έλεγχο του ίδιου αυτού συστήματος. Η δυσπιστία λοιπόν όχι μόνο διογκώνεται αλλά μοιάζει να εγκαθιδρύεται εκεί όπου μέχρι πρότινος κυριαρχούσε μια συγκρατημένη αισιοδοξία. Δυστυχώς ακόμη και έτσι η πολιτική εγρήγορση δεν αποκτά πλεονέκτημα έναντι της ιδιώτευσης αν όχι της ιδιωτείας.
Ας παραμείνουμε στην Ελλάδα για την ώρα. Οι αντιφάσεις που παρουσιάζει είναι ενδεικτικές της πολύμορφης παθητικότητας που δύναται να αναπτύξει ένας ολόκληρος λαός υπό ασφυκτικές συνθήκες. Ένα παράδειγμα, ένα κραυγαλέο παράδειγμα θα βοηθούσε: την ίδια στιγμή που η αντιβασιλική πολεμική και γενικώς η ρητορική εναντίον κάθε ελέω Θεού εξουσίας παραμένει θηριώδης, η χώρα διαθέτει έναν πρωθυπουργό του οποίου ο πατέρας εκτός από πρωθυπουργός υπήρξε και αυτός γιος πρωθυπουργού. Ο σημερινός πρωθυπουργός μάλιστα διαδέχτηκε έναν πρωθυπουργό που κατά γενική ομολογία οφείλει και εκείνος τη πολιτική του αναρρίχηση στο γεγονός ότι ο θείος του υπήρξε επίσης πρωθυπουργός. Παράλληλα ο σημερινός ηγέτης της αξιωματικής αντιπολίτευσης και διάδοχος του πρώην πρωθυπουργού επικράτησε έναντι μιας πρώην Υπουργού των Εξωτερικών που όλως τυχαίως είναι θυγατέρα πρώην πρωθυπουργού ο πατέρας του οποίου διαδραμάτισε σημαντικότατο ρόλο στην ανάδειξη ενός ακόμη πρωθυπουργού η δράση του οποίου συνδέεται με τη μεγάλη εθνική καταστροφή της μικρασιατικής εκστρατείας.
Φυσικά τα προβλήματα νεποτισμού, διαφθοράς, έλλειψης ισονομίας αλλά και μαζικής απάθειας, ως φαινόμενο υπερβαίνει τα σύνορα μερικών μικρών χωρών και εκτείνεται σχεδόν στο σύνολο της επικράτειας αυτού που παραδοσιακά ονομάζουμε Δύση. Εύλογα η αίσθηση μιας κατεπείγουσας ανάγκης για αλλαγές, ακόμη και με τη χρήση βίας σκιάζει πλέον το μεγαλύτερο τμήμα του αναπτυγμένου Κόσμου. Δεν θα μπορούσε να είναι αλλιώς.
Αυτό που ο Richard Rorty περιέγραφε ως «μερικές κακές ζωές» αναφερόμενος σε εκείνους που απαρτίζουν τις λιγότερο προνομιούχες τάξεις της αμερικανικής κοινωνίας, προσομοιάζει τα τελευταία χρόνια σε μια κατάσταση που δεν αφορά μόνο τους παρίες αλλά ολόκληρους πληθυσμούς με ενεργό ρόλο στις διαδικασίες παραγωγής. Δεν αποτελεί δα και κανένα μυστικό, όλα ξεκινούν από δύο αδιαμφισβήτητα γεγονότα. Η σταδιακή εξασθένιση της αμειβόμενης εργασίας ως πρότυπου εξασφάλισης των αναγκαίων αγαθών ενός αξιοπρεπούς βιοτικού επιπέδου σύμφωνα με τα μέτρα μιας αναπτυγμένης κοινωνίας ήταν θέμα χρόνου να επιβάλει και την απαξίωση της ίδιας της εργασίας. Και εφόσον δεν αρκεί πλέον να εργάζεσαι ποιος ο λόγος να είναι κανείς παραγωγικός;
Ξαφνικά, η Δύση μοιάζει να έχει εξαντλήσει τα αποθέματα της σε προτάσεις που θα μπορούσαν να κρατήσουν ζωντανή την σχεδόν αυτονόητη κατά τις τελευταίες δεκαετίες προσδοκία μιας διαρκώς αυξανόμενης ευημερίας. Ακόμη χειρότερα είναι τόσο εμφανής η έλλειψη ιδεών για το πώς θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί αυτή η καταιγίδα αλυσιδωτών διαψεύσεων που να καθιστά τις μετριοπαθείς πολιτικές ολοένα και λιγότερο γοητευτικές απέναντι στις πιο ακραίες οπτικές. Αποτέλεσμα της δυσάρεστης αυτής πραγματικότητας είναι η όλο και συχνότερη εμφάνιση κρουσμάτων που αντιβαίνουν τις βασικές αρχές των δυτικών δημοκρατιών.
Το θέμα μας λοιπόν είναι η εξουσία, για την ακρίβεια ποιοι και πως την εξασκούν. Λίγο πολύ αυτό είναι και το θέμα της έκθεσης του Riello. Ζήτημα αν μη τι άλλο επίκαιρο όπως προκύπτει και από τα παραπάνω.
Σε μια εποχή όπου οι αγορές μέσω του παγκόσμιου χρηματιστηριακού συστήματος γίνονται όλο και πιο φασματικές, ο Riello, έρχεται να μας θυμίσει ότι οι πολιτικές εξουσίες παραμένουν απολύτως παραδοσιακές. Με άλλα λόγια ενώ οφείλουν τα πάντα σε άυλους μηχανισμούς, η φύση των οποίων ουσιαστικά παραμένει στα όρια του μυστικισμού για τους περισσότερους συνεχίζουν να αντλούν σημαντικό τμήμα του κύρους τους -δηλαδή της ικανότητας επιβολής των αποφάσεων τους- σε εντελώς απτά εργαλεία όπως είναι οι δυνάμεις ασφαλείας και ο οπλισμός τους. Από αυτή την άποψη ο Riello ευστοχεί απόλυτα όταν τοποθετεί στο κέντρο της δουλειάς του σμήνη πολεμικών αεροσκαφών, οβίδες, πυροβόλα όπλα, χειροβομβίδες, ασφυξιογόνες μάσκες, κράνη, κλομπ, ασπίδες, δημιουργώντας εγκαταστάσεις και μοτίβα που εξιστορούν τον ορθολογισμό της καταπίεσης μέσω της χρήσης νόμιμων μεθόδων βίας και εκφοβισμού.
Έργα βαρύνουσας σημασίας για την κατανόηση ολόκληρης της έκθεσης, οι αποτελούμενες από αστυνομικό εξοπλισμό εγκαταστάσεις. Πρόκειται για σύνολα που προσφέρονται για πλήθος σκέψεων. Μια εύκολη προσέγγιση θα μιλούσε για την δημιουργία μιας σειράς τροπαίων με σαφή πολιτικά μηνύματα. Ωστόσο οι εντοιχισμένες συνθέσεις που αποτελούνται από τον φέροντα εξοπλισμό μελών των «Μονάδων Αποκατάστασης Τάξης» λειτουργούν περισσότερο ως μια υπενθύμιση της αναγνωρισιμότητας που χαίρουν τα σύμβολα ακόμη και ως βουβά εκθέματα και λιγότερο ως μια επιδεικτική προσπάθεια του καλλιτέχνη να εκφράσει την προτίμηση του στη σχεδόν ανεξέλεγκτη έριδα μεταξύ της ελληνικής αστυνομίας και ομάδων αντιεξουσιαστών που αναζωπυρώθηκε τα τελευταία χρόνια. Κορυφαίο (ας μου επιτραπεί η αξιολόγηση) μεταξύ των έργων αυτής της ενότητας και ίσως ένα από τα πιο δυνατά πολιτικά έργα της σύγχρονης ευρωπαϊκής εικαστικής σκηνής είναι ασφαλώς το πεσμένο στο δάπεδο ένστολο κέλυφος ενός άντρα των ΜΑΤ που παραπέμπει έντονα στα δέρματα αρκούδων και τίγρεων που άλλοτε κοσμούσαν ως χαλιά αστικά σαλόνια. Η ψευδαίσθηση πως αυτό που κείτεται υπήρξε κάποτε ένα ανθρώπινο ον είναι τόσο αποτελεσματική που καταργεί αυτομάτως κάθε επιχειρηματολογία υπέρ της βίας από όποια πλευρά και αν προέρχεται.
Το ανώφελο της βίας προκύπτει και από δύο ακόμη έργα, χαρακτηριστικά της παιγνιώδους διάθεσης του Ιταλού Riello. Μια περικεφαλαία και μια ασπίδα Σπαρτιάτη πολεμιστή διακοσμημένα με τα χαρακτηριστικά μοτίβα γνωστών οίκων μόδας ψιθυρίζουν την ανάγκη μας για ομορφιά, μια ανάγκη εξίσου ισχυρή αν όχι και ισχυρότερη από τον αγώνα επιβολής του ενός στον άλλο.
Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζουν και τα πορτρέτα των Aφρικανών καρδιναλίων της καθολικής εκκλησίας όπως και εκείνα των Σοβιετικών αξιωματούχων. Τα εν λόγω έργα ενώ αποπνέουν κάτι που εκ πρώτης μοιάζει αναχρονιστικό, τελικά έρχονται να μας θυμίσουν μια ακόμη ξεχασμένη διαπίστωση. Οι σύγχρονες εξουσίες τείνουν φυσικά να εμφανίζονται ως άκεντρα σύνολα με λειτουργίες σχεδόν ανεξάρτητες μεταξύ τους, αλλά παραμένουν πάντα κεντρομόλες. Ας μην το ξεχνάμε.
Ένα καλό παράδειγμα υπενθύμισης του πόσο πολυεστιακές εμφανίζονται οι εξουσίες αποτελούν και τα εξαιρετικής αισθητικής γυάλινα ποτήρια με τις εγκλωβισμένες στάχτες κλασσικών έργων της παγκόσμιας γραμματείας όπως ο Δον Κιχώτης του Θερβάντες, το Μαύρο και το Κόκκινο του Σταντάλ, η Θεία Κωμωδία του Δάντη κ.α. Ο Riello μοιάζει να γνωρίζει καλά πως η παράδοση, ειδικά στην υψηλότερη εκδοχή της έπαιξε και παίζει τεράστιο ρόλο στη διαμόρφωση κοινών αντιλήψεων περί του ανήκειν που με τη σειρά τους επέτρεψαν την συγκέντρωση εξουσιών γύρω από πρόσωπα και θεσμούς.
Όσο για το σετ του πορσελάνινου σερβίτσιου με τις σκληρές ερωτικές αναπαραστάσεις στη βάση του, πέρα από την σκαμπρόζικη διάθεση με την οποία είναι φανερό πως φτιάχτηκε, δεικνύει κάτι εξαιρετικά ενδιαφέρον, σχεδόν ανησυχητικό: ας το σκεφτούμε όλοι, έτσι και τα πιάτα αρχίσουν να αδειάζουν συχνότερα αυτά που θα δουν τα μάτια μας ίσως μας αναγκάσουν να επανεξετάσουμε τι πρέπει να θεωρείται αδιανόητο.
Κωνσταντίνος Τζαμιώτης